υπομειδιώ

υπομειδιώ
ὑπομειδιῶ, -άω, ΝΜΑ [μειδιώ]
μειδιώ ελαφρά, χαμογελώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπομειδιώ — υπομειδίασα, αμτβ., μειδιώ ελαφρά ή λαθραία, χαμογελώ κρυφά ή αδιόρατα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… …   Dictionary of Greek

  • διαγελώ — (AM διαγελῶ, άω) 1. εμπαίζω, περιπαίζω, χλευάζω 2. υπομειδιώ, χαμογελώ (αρχ. μσν) (για την ημέρα) γλυκοχαράζει αρχ. 1. (για καιρό) είμαι αίθριος 2. (για θάλασσα) είμαι γαλήνιος …   Dictionary of Greek

  • κρυφογελώ — και άω 1. γελώ κρυφά προσπαθώντας να μη γίνω αντιληπτός, υπομειδιώ 2. γελώ σε βάρος κάποιου, κοροϊδεύω …   Dictionary of Greek

  • μειδιώ — (ΑM μειδιῶ, άω) 1. γελώ μόνο με σύσπαση τών χειλιών μου χωρίς ήχο γέλιου, χαμογελώ 2. μτφ. έχω ευχάριστη ή χαρούμενη όψη ή έχω διάθεση ευνοϊκή απέναντι σε κάποιον («η τύχη άρχισε να μού μειδιά») νεοελλ. χαμογελώ ειρωνικά («μόλις διάβασε το γράμμα …   Dictionary of Greek

  • υπογελώ — άω, Α υπομειδιώ, χαμογελώ …   Dictionary of Greek

  • υπομειδίαμα — το / ὑπομειδίαμα, ΝΜΑ [ὑπομειδιῶ] κρυφό ή αδιόρατο μειδίαμα …   Dictionary of Greek

  • ψιλογελώ — Ν υπομειδιώ, χαμογελώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”